ελάττωμα

ελάττωμα
1) błąd (m) rzecz.
2) brak (m) rzecz.
3) defekt (m) rzecz.
4) feler (m) rzecz.
5) niedostatek (m) rzecz.
6) omyłka (f) rzecz.
7) skaza (f) rzecz.
8) usterka (f) rzecz.
9) wada (f) rzecz.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐλάττωμα — inferiority neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάττωμα — το (AM ἐλάττωμα) 1. μειονέκτημα 2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν») 3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα τής κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα») …   Dictionary of Greek

  • ελάττωμα — το, ατος 1. ό,τι είναι κατώτερο από αυτό που πρέπει, μειονέκτημα σωματικό ή πνευματικό, κουσούρι. 2. (για άψυχα), έλλειψη, που έχει ως επακόλουθο πλημμελή λειτουργία του πράγματος: Το σπίτι έχει το ελάττωμα να μην έχει καλοριφέρ. 3. εκδήλωση ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελάττωμα δέκτη — Ελάττωμα σε έναν δέκτη το οποίο εμποδίζει τη χημική ουσία, η οποία κανονικά συνδέεται με αυτόν, να εκδηλώσει το αποτέλεσμά της …   Dictionary of Greek

  • ἐλάττωμ' — ἐλάττωμα , ἐλάττωμα inferiority neut nom/voc/acc sg ἐλάσσωμι , ἐλαύνω drive aor subj act 1st sg (epic) ἐλάσσωμαι , ἐλαύνω drive aor subj mid 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττωμάτων — ἐλάττωμα inferiority neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώμασι — ἐλάττωμα inferiority neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώμασιν — ἐλάττωμα inferiority neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώματα — ἐλάττωμα inferiority neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώματι — ἐλάττωμα inferiority neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώματος — ἐλάττωμα inferiority neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”